- υπορθώ
- και ὑφορθῶ, -όω, Α [ὕπορθος]ορθώνω κάτι στηρίζοντάς το από κάτω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπορθῶ — ὑπορθόω prop up pres subj act 1st sg ὑπορθόω prop up pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόρθωσις — ώσεως, ἡ, Α [ὑπορθῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ὑπορθῶ*, ανόρθωση … Dictionary of Greek
υπόρθωμα — ώματος, τὸ, Α [ὑπορθῶ] υποστήριγμα, έρεισμα … Dictionary of Greek
υφορθώ — όω, Α (μτγν. τ.) βλ. ὑπορθῶ … Dictionary of Greek